Μετά τις εθνικές βουλευτικές εκλογές η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της Δεξιάς και η είσοδος μικρότερων ακροδεξιών – λαϊκιστικών κομμάτων στην ελληνική Βουλή επιβεβαίωσαν, πρωτίστως, την εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας με «παραδοσιακές» αξίες εμβολιασμένες με ισχυρές δόσεις ρατσισμού, εθνικισμού, κ.ά., αλλά και με το ανείπωτο βίωμα αλλεπάλληλων τραυματικών εμπειριών: από τη μακρόχρονη λιτότητα, την πανδημική κρίση, τον πόλεμο στην Ευρώπη μέχρι την παρατεταμένη οικονομική κρίση (ακρίβεια, εργασιακή απασχόληση, κ.λπ.) και την τραγική κλιματική απορρύθμιση.
Η σύντομη πορεία μετά τις εκλογές δείχνει πως όχι μόνο τα τραύματα του παρελθόντος δεν έχουν επουλωθεί αλλά και πως είναι πιο βολικό για ορισμένα κομμάτια της Αριστεράς να αναλωθούν σε «ενδοοικογενειακές» διαμάχες για την ήττα από το να σκύψουν με νηφαλιότητα, περίσκεψη και αγωνία στον εντοπισμό των σύνθετων αιτιών που οδήγησαν σε αυτήν. Είτε μας αρέσει είτεόχι, η πραγματικότητα μάς αναγκάζει να παραδεχτούμε ότι ο ατομοκεντρισμός δεν αφορά μόνο την κοινωνία αλλά και τα αριστερά ατομικά και συλλογικά υποκείμενα.
Σήμερα, αυτό που δείχνουν, έστω με πολλά κενά, οι σχετικές έρευνες είναι πως για πολλές κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα εκείνες που αντιπροσωπεύουν τους νέους ανθρώπους, τα όρια Δεξιάς – Αριστεράς είναι πλέον δυσδιάκριτα. Αυτό ισχύει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία δυσκολεύεται να επινοήσει το «καινούργιο», βυθίζεται συχνά σε μια ανερμάτιστη ιδεολογικοπολιτική σύγχυση και στρέφεται σε συντηρητικές, ακόμα και ακροκεντρώες, ιδεοληψίες και επιλογές. Η αργή αλλά σταθερή φθορά αριστερών οραμάτων και προταγμάτων αποτυπώνεται στη μάχη των αντιπολιτευτικών κομμάτων για μια εξουσία μέσα από την «εργαλειακή» διαχείριση των κοινωνικών ματαιώσεων και την εκμετάλλευση της συλλογικής αγωνίας για τη μετάβαση σε κάτι το οποίο δεν γνωρίζουμε, νιώθουμε όμως πως έχει περισσότερο χαρακτηριστικά μιας δυστοπίας παρά μιας «ευτυχιοκρατίας».
Ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης ήταν και είναι καταλυτικός στην αποφυγή αναστοχασμών και θεωρητικών αναζητήσεων. Η αυτοκρατορία του εφήμερου θεάματος των νέων πολιτιστικών βιομηχανιών καταφέρνει να «σβήνει» ταχύτατα τεράστια κοινωνικοπολιτικά εγκλήματα (Τέμπη, δολοφονίες αδύναμων ανθρώπων, πυρκαγιές, πλημμύρες, κ.ά.) εγγράφοντάς τα στη σφαίρα της «ατομικής ανευθυνότητας», καταβροχθίζοντας βουλιμικά ανθρώπινες τραγωδίες, πόνο, θλίψη και οργή.
Η ίδια αυτοκρατορία και οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που την συντηρούν μπορούν επίσης να παρεμβαίνουν σχεδόν αυτοματοποιημένα και ψυχαναγκαστικά στη δημόσια σφαίρα επιβάλλοντας αμφιλεγόμενες προσωπικότητες ως σωτήρες ενός ταραγμένου κόσμου που παραπαίει ανάμεσα στο χθες και το αύριο. Και τούτο χωρίς κανένα δισταγμό – ας μην μιλήσουμε για αναστοχασμό – παραδίδοντας στη χλεύη και στη γελοιοποίηση τόσο τις ιστορικές καταβολές τις Αριστεράς όσο και τις ουσιώδεις αλλαγές στους κόλπους της σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Αριστερά μοιάζει προς το παρόν περιθωριοποιημένη και αδύναμη να βάλει φρένο στις αναταράξεις της παρακμής της φιλελεύθερης ολιγαρχίας που δεν έχει κανένα δισταγμό να θυσιάσει τις ίδιες τις ζωές μας στο βωμό του αδηφάγου παγκόσμιου Μινώταυρου του κέρδους. Τα παραδοσιακά εργαλεία της απαξιώνονται καθημερινά στα μάτια των πολλών και οι ιδέες της μοιάζουν χωρίς ορίζοντες και προβολή στο μέλλον.
Ωστόσο, η δική μας Αριστερά επίμονη και αποφασισμένη να μη βυθιστεί στη μελαγχολία της ήττας αναλαμβάνει να στραφεί πρωτίστως στον κόσμο των πολλών, εκεί που βασιλεύει η αβέβαιη εργασία, οι κραυγαλέες ανισότητες, στους νέους και τις νέες που δεν σταμάτησαν να υπομένουν και να μεταναστεύουν, αλλά και στον κόσμο της παιδείας, του πολιτισμού, της τέχνης και της δημιουργίας. Όχι για να τους πούμε «ελάτε να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή». Αυτή είναι μια εύκολη τάση που δεν παράγει όμως καμία ρεαλιστική προοπτική. Και δεν παράγει διότι καθιστά τη μνήμη ευάλωτη και εύθραυστη. Χωρίς να απεμπολούμε επομένως κανένα φωτεινό ή σκοτεινό παρελθόν επιθυμούμε να διαμορφώσουμε πρωτίστως την χειραφετική αντίληψη πως η μεταβατική περίοδος στην οποία ζούμε δεν μπορεί να οδηγεί μόνο στη δυστοπία. Δυστοπία οικονομική αλλά και πολιτική, πολιτισμική, κοινωνική και ανθρωπολογική. Μεταμορφώσεις τεράστιων διαστάσεων ανασχηματίζουν τον κόσμο μας. Με ξεκάθαρη συνειδητοποίηση πως κάτι πεθαίνει και κάτι καλείται να γεννηθεί ξεκινάμε μια προσπάθεια που δεν έχει έτοιμες συνταγές και απαντήσεις για το τώρα και το αύριο και σας καλούμε και από αυτό το χώρο διαλόγου να θέσουμε τους όρους για να γίνουν τα ερωτήματά μας πιο γόνιμα. Γιατί μόνο αν καταφέρουμε να θέσουμε, μαζί με εκείνους και εκείνες που μοιράζονται τις ίδιες με εμάς αγωνίες, πιο ευφυή και γόνιμα ερωτήματα θα έχουμε και πιο γόνιμες και – γιατί όχι; – πιο αποτελεσματικές απαντήσεις.
- Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25